- Μαριανδυνός
- Μαριανδῡνός , Μαριανδυνόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαριανδυνός — μαριανδυνός, ή, όν (Α) [Μαριανδυνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαριανδυνία ή προέρχεται από αυτή τη χώρα τής Βιθυνίας («μαριανδυνοὶ κάλαμοι» αυλοί, Κωμ. Αδέσπ.) 2. ως κύριο όν. ὁ Μαριανδυνός ο κάτοικος τής Μαριανδυνίας 3. φρ.… … Dictionary of Greek
Mariandýnvs — MARIANDÝNVS, i, Gr. Μαριανδυνὸς, ου, war, nach einigen, des Phineus Sohn, welchen dieser auf falsches Angeben seiner Stiefmutter, die Augen ausstechen ließ, dafür aber wieder mit Blindheit gestrafet wurde. Philochor. ap. Nat. Com. l. VII. c. 6. p … Gründliches mythologisches Lexikon
Μαριανδυνοῖς — Μαριανδῡνοῖς , Μαριανδυνός masc dat pl Μαριανδυνοί wild masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαριανδυνοί — Μαριανδῡνοί , Μαριανδυνός masc nom/voc pl Μαριανδυνοί wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαριανδυνοῦ — Μαριανδῡνοῦ , Μαριανδυνός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαριανδυνούς — Μαριανδῡνούς , Μαριανδυνός masc acc pl Μαριανδυνοί wild masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαριανδυνῶν — Μαριανδῡνῶν , Μαριανδυνός masc gen pl Μαριανδυνοί wild masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαριανδυνόν — Μαριανδῡνόν , Μαριανδυνός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)